διακόπτω — cut in two pres subj act 1st sg διακόπτω cut in two pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόπτω — διακόπτω, διέκοψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακόπτω — (AM διακόπτω) 1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια 2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση νεοελλ. αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει αρχ. 1. διασπώ τις γραμμές τού εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις… … Dictionary of Greek
διακεκομμένα — διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόπτῃ — διακόπτω cut in two pres subj mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres ind mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόψουσι — διακόπτω cut in two aor subj act 3rd pl (epic) διακόπτω cut in two fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακόπτω cut in two fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόψω — διακόπτω cut in two aor subj act 1st sg διακόπτω cut in two fut ind act 1st sg διακόπτω cut in two aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμέναι — διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc pl διακεκομμένᾱͅ , διακόπτω cut in two perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμένον — διακόπτω cut in two perf part mp masc acc sg διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμένων — διακόπτω cut in two perf part mp fem gen pl διακόπτω cut in two perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)